- συγγνώμων
- και αττ. τ. ξυγγνώμων, -ύγγνωμον, Α1. αυτός που έχει την ίδια γνώμη, που συμφωνεί με κάποιον («νῡν δὲ τῆς ἀνάγκης ἔχειν συγγνώμονα τὸν Λυκοῡργον», Πλούτ.)2. αυτός που γνωρίζει κάτι μαζί με άλλον3. πρόθυμος στο να συγχωρεί, επιεικής4. (με παθ. σημ.) άξιος συγγνώμης («ξύγγνωμον δ' ἐστὶ τὸ ἀκούσιον», Θουκ.)5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξύγγνωμονη συγγνώμη6. φρ. α) «συγγνώμων εἰμί τινι» — είμαι ευνοϊκός απέναντι σε κάποιον (Ευρ.)β) «συγγνώμων εἰμί τινος» — είμαι διατεθειμένος να συγχωρήσω κάποιον ή κάτι (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. προ-γνώμων].
Dictionary of Greek. 2013.